Βαβυλωνίους

Βαβυλωνίους
Βαβυλώνιοι
Babylon
masc acc pl
Βαβυλώνιος
Babylon
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Ασσύριοι — Αρχαίος σημιτικός λαός εγκατεστημένος στη Μεσοποταμία κατά μήκος του βόρειου τμήματος του Τίγρη και των δύο παραποτάμων του, του Μεγάλου και του Μικρού Ζαμπ. Το ασσυριακό τρίγωνο –όπως αποκαλείται η περιοχή– προστατευόταν από οχυρά και από το… …   Dictionary of Greek

  • Σημίτες — Λαοί που ανήκουν στη σημιτική γλωσσική οικογένεια και κατ’ επέκταση, όλοι οι λαοί που συγγενεύουν με τον αραβικό φυσικό τύπο. Με τον όρο Σημίτες δηλώνεται επίσης ένα μεγάλο εθνικό σύνολο, που καταλαμβάνει από την αρχαιότητα μια μεγάλη έκταση από… …   Dictionary of Greek

  • Χαναάν — Ονομασία που χρησιμοποιείται στη Βίβλο για να χαρακτηρίσει το έδαφος που υποσχέθηκε ο θεός στους απογόνους του Αβραάμ και που περιλαμβανόταν μεταξύ της Μεσογείου, της Νεκράς Θάλασσας, του ρου του Ιορδάνη και του Λιβάνου. H ονομασία είναι… …   Dictionary of Greek

  • ασσυροβαβυλωνιακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Ασσυρίους και τους Βαβυλωνίους …   Dictionary of Greek

  • αστρονομία — Επιστήμη συγγενική με τη φυσική και τα μαθηματικά, που ερευνά τα φαινόμενα των αστέρων· η επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση, τη θέση, την κίνηση, τη σύσταση και την εξέλιξη των αστέρων. Η λέξη αστέρες λαμβάνεται εδώ στην όσο το δυνατόν… …   Dictionary of Greek

  • δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …   Dictionary of Greek

  • εβδομάδα — Χρονικό διάστημα επτά ημερών. Η διαίρεση του έτους σε ε. προέρχεται πιθανότατα από τους Χαλδαίους, η χρήση όμως της ε. συναντάται ήδη από τη 2η χιλιετία π.Χ. στους Βαβυλωνίους, τους Αιγυπτίους, τους Πέρσες και τους Κινέζους. Οι Εβραίοι εφάρμοσαν… …   Dictionary of Greek

  • ζώπυρος — (τέλη 5ου αι. – αρχές 6ου αι. π.Χ.). Πέρσης ευγενής. Υπήρξε συνεργός στη δολοφονία του σφετεριστή του θρόνου Γαυμάτα και στην ανακήρυξη του Δαρείου Α’ σε βασιλιά. Ήταν τόσο πιστός στον Δαρείο, ώστε όταν αυτός πολιορκούσε τη Βαβυλώνα επί 20 μήνες …   Dictionary of Greek

  • ιερατείο — Τυπικός θεσμός των ανώτερων θρησκειών. Αναφέρεται στο σύνολο των ιερέων μιας θρησκείας και σκοπός του είναι η τέλεση και διαφύλαξη της λατρείας. Ο θεσμός αυτός προβλέπει τουλάχιστον πρακτική –αν όχι θεωρητική– διάκριση μεταξύ της σφαίρας του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”